Γεώργιος Δαγκλής για την ROMFEA.GR
Φοιτητής Θεολογίας Α.Π.Θ.
Σκοπός της ζωής του κάθε Χριστιανού, είναι να μετέχει στη ‘’Τράπεζα του Κυρίου’’, που χαρίζει την αιώνιο ζωή, μέσω των αγίων μυστηρίων Του.
Αυτός ο σκοπός επιτυγχάνεται, όταν ο άνθρωπος κοινωνεί το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας.
Ο χριστιανός χρειάζεται να περάσει από πολλά στάδια, όπως η εξομολόγηση και η νηστεία, για να φθάσει στο σκοπό του, στη Θεία Ευχαριστία, το Μυστήριο των Μυστηρίων.
Το ιερότερο αυτό Μυστήριο, τελείται στο ιερότερο σημείο του ναού, στην Αγία Τράπεζα, που συμβολίζει το τάφο του Κυρίου μας.
Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ονομάζει την Αγία Τράπεζα ‘’αγιωτάτη, καθέδρα, τόπο του Θεού, μνήμα του Χριστού’’, για να αναδείξει έτσι την ιερότητά της. Γι’αυτό και πάνω της τίθεται μόνο το ιερό Ευαγγέλιο, δύο κηροπήγια και το μεγάλο αρτοφόριο.
Ως ένδειξη τιμής για όσα τελούνται, η Αγία Τράπεζα καλύπτεται με ιερά άμφια. Αυτά είναι η σινδών, το κατασάρκιον, η ενδυτή, το ειλητό και το αντιμήνσιο.
Η σινδών ήταν το πιο παλιό κάλυμμα και είχε χρώμα λευκό. Κάθε φορά που επρόκειτο να τελεσθεί η Θεία Ευχαριστία ξεδιπλωνόταν πάνω στην Αγία Τράπεζα, μέχρι το τέλος της Θείας Κοινωνίας.
Συμβόλιζε το σεντόνι με το οποίο ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας είχε τυλίξει τον Κύριο κατά την Αποκαθήλωση.
Ωστόσο, η σινδών αντικαταστάθηκε ή μάλλον εξελίχθηκε στο κατασάρκιον ή κατάσαρκα. Έχει αυτή την ονομασία καθώς έχει παρόμοιο συμβολισμό με αυτόν της σινδώνος.
Τοποθετείται κατά τη τελετή των εγκαινίων του ναού και δένεται μόνιμα στην Αγία Τράπεζα.
Το κατασάρκιο δεν είναι ορατό, καθώς από πάνω του απλώνεται η ενδυτή. Η ονομασία της προέρχεται από το ρήμα ενδύω και μαρτυρείται από τα μέσα του τετάρτου αιώνα.
Κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης συμβολίζει τα λαμπερά ιμάτια του Χριστού κατά τη Μεταμόρφωση Του στο όρος Θαβώρ και κατά τον Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως συμβολίζει την αγκαλιά της Θεοτόκου.
Ως επί το πλείστον συναντούμε φυτικές παραστάσεις, όπως αμπέλια, ενώ στο μπροστινό της τμήμα έχει κεντητό σταυρό ή κάποια εικόνα, που στην εκκλησιαστική ορολογία ονομάζεται ταβλίον.
Το χρώμα της ενδυτής εναλλάσσεται ανάλογα με τις εκκλησιαστικές περιόδους. Για παράδειγμα τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή το χρώμα της είναι πένθιμο.
Το επόμενο άμφιο είναι το ειλητό. Είναι ένα μικρό ορθογώνιο ύφασμα που απλώνεται μόνο κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, μετά την απόλυση των κατηχουμένων.
Το ειλητό πάνω στο οποίο εναποτίθενται τα Τίμια Δώρα μετά την Μεγάλη Είσοδο, περικλείει όλο το περιεχόμενο της Θείας Ευχαριστίας, καθώς συμβολίζει τη Ταφή και την Ανάσταση του Κυρίου μας.
Γι’αυτό το λόγο απεικονίζει τον επιτάφιο και συχνά περιμετρικά του υπάρχει η επιγραφή: «Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ, εἱλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο». Πέραν της συμβολικής υπάρχει και πρακτική σημασία, καθώς προφυλάσσει τα Άγια επί της Αγίας Τραπέζης.
Η ονομασία του τελευταίου αμφίου, του αντιμηνσίου, προέρχεται από την ελληνική λέξη "αντί" και τη λατινική "mensa" που σημαίνει τράπεζα.
Ουσιαστικά το αντιμήνσιο σημαίνει "αντιτραπέζιο". Ονομάστηκε έτσι, γιατί αναπληρώνει την εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα.
Χρησιμοποιείται δηλαδή όπου δεν υπάρχει εγκαινιασμένος ναός ή σε περίπτωση τέλεσης της Θείας Λειτουργίας σε υπαίθριο χώρο.
Η χρήση γενικεύθηκε κατά τη περίοδο της Εικονομαχίας, όταν οι Ορθόδοξοι διώχθηκαν από τους ναούς και δεν είχαν που να λειτουργούνται.
Έτσι οι λειτουργίες γίνονταν σε οίκους και χρησιμοποιούνταν το αντιμήνσιο, καθώς δεν υπήρχε εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα.
Η βασική διαφορά του ειλητού με το αντιμήνσιο είναι πώς το τελευταίο έχει θήκη που εντός αυτής τοποθετούνται ιερά λείψανα, όπως ακριβώς συμβαίνει στην Αγία Τράπεζα, κατά τα εγκαίνια.
Τέλος, αξίζει να τονίσουμε και να διευκρινίσουμε, πώς δε πρέπει το ειλητό να συγχέεται με το αντιμήνσιο λόγω της εξωτερικής τους ομοιότητας.
Αυτή η σύγχυση μπορεί να οδηγήσει σε λειτουργική παρατυπία, αφενός γιατί το ειλητό δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μη εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα και αφετέρου γιατί το αντιμήνσιο δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται σε εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα.