ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
Κριτήριο τῆς κατάταξής μας στὴν αἰωνιότητα εἴτε τοῦ Παραδείσου εἴτε τῆς Κολάσεως, εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ ἐπιδεικνύουμε ἢ ἡ ἀγάπη ποὺ ἀρνιόμαστε στοὺς συνανθρώπους μας, τοὺς ἀδελφούς μας, τοὺς πάσχοντας, τοὺς καταφρονημένους καὶ γενικὰ σὲ ὅσους ἔχουν τὴν ἀνάγκη μας.
Ὅταν ὁ Κύριος, ὁ κριτὴς τοῦ κόσμου, ἔλθει ξανὰ ὄχι ὡς ἄσημος καὶ ταπεινός, ἀλλὰ ἔνδοξος ἐπὶ θρόνου καὶ ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ νὰ ἀπονείμει στὸν κάθε ἕνα τὴν ἀμοιβὴ ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του, θὰ χωρίσει τοὺς δίκαιους καὶ φιλάνθρωπους ἀπὸ ὅσους ἀρνήθηκαν νὰ βοηθήσουν τοὺς πάσχοντες. Στὰ δεξιά του, δηλαδὴ στὴν εὐφροσύνη τοῦ Παραδείσου, θὰ θέσει ὅσους ἀγάπησαν τοὺς συνανθρώπους τους. Τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης τῶν δικαίων πρὸς εὐεργεσία τῶν ἀδυνάτων καὶ φτωχῶν, θὰ τὰ θεωρήσει ὅτι ἔγιναν σὲ αὐτὸν τὸν ἴδιο καὶ τοῦτο διότι μὲ τὴν Ἐνανθρώπησή του θεωρεῖ πλέον ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅσο ἄσημοι, ταπεινοὶ καὶ καταφρονημένοι εἶναι στὰ μάτια τοῦ κόσμου, ὡς ἀδελφούς του: «πείνασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ μοῦ φέρατε νερὸ νὰ πιῶ, εἴμουν ξένος καὶ ἄστεγος καὶ μὲ φιλοξενήσατε στὸ σπίτι σας, εἴμουν γυμνὸς καὶ ρακένδυτος καὶ μοῦ δώσατε ροῦχα νὰ φορέσω. Ὅταν ἀρρώστησα ἤρθατε καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε παρηγορῶντάς με. Εἴμουν στὴ φυλακὴ καὶ πάλι ἤρθατε νὰ μὲ δεῖτε».
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ μεγάλη ἀγάπη εἶναι ποὺ ἀμείβεται πλουσιοπάροχα ἀπὸ τὸν Θεό, γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ δίκαιοι καὶ φιλάνθρωποι εἰσέρχονται στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἀτελείωτη χαρὰ καὶ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. Ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τὸ ὅλο τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς αὐτὴ καμία πράξη τῶν ἀνθρώπων καὶ κανένα ἀσκητικὸ ἀγώνισμα δὲν ἔχει νόημα. Αὐτὴ νοηματοδοτεῖ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ μὴν γίνονται φαρισαϊκά. Ὅπου αὐτὴ ὑπάρχει, ὑπάρχουν παράλληλα ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ πραότητα, ἡ μακροθυμία, ἡ σεμνότητα, ὁ ἀλληλοσεβασμὸς καὶ τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας ὑπὲρ τοῦ πλησίον. Αὐτὴ ἀποτελεῖ καὶ τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν γνήσιων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε», μᾶς λέει ὁ Κύριος, «ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». Ἀκριβῶς γι᾽ αὐτὸ καὶ ὅσοι τὴν ἐπιδεικνύουν μένουν μὲ τὸν Χριστὸ στὴν μακαριότητα τοῦ Παραδείσου.
Σημειωτέον ὅτι τὰ ἔργα ἀγάπης, τὰ ὁποῖα δίνουν τὸ εἰσιτήριο γιὰ τὸν Παράδεισο, δὲν εἶναι δύσκολα οὔτε ἀπαιτοῦν ἰδιαίτερη προσπάθεια. Τὸ μόνο ποὺ ἀπαιτοῦν εἶναι ἡ εἰλικρίνεια στὰ λόγια καὶ στὶς πράξεις μας. Ὄχι μόνο νὰ βοηθᾶμε θεωρητικὰ μὲ κούφια λόγια καὶ ἄφθονες ὑποσχέσεις καὶ φιλοφρονήσεις, ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, ἀλλὰ νὰ τοὺς συντρέχουμε ἔμπρακτα. Ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης, ὁ Ἰωάννης ὁ θεολόγος, γράφει ἀπευθυνόμενος σὲ ὅλους μας: «τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ, μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾽ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ». Ἄρα ἐὰν μείνουμε Χριστιανοὶ τῶν μεγάλων λόγων, χωρὶς ἔμπρακτη ἀγάπη, δὲν θὰ ἀξιωθοῦμε τοῦ Παραδείσου. Ἐπιπλέον, τὸ νὰ δοῦμε μὲ ἀγάπη, συγκατάβαση καὶ φιλανθρωπία τὸν πλησίον μας, καλύπτοντας τὶς πολὺ ἁπλὲς καθημερινές του ἀνάγκες, δὲν εἶναι δύσκολο καὶ βρίσκεται μέσα στὶς δυνατότητες ὅλων μας. Δὲν ἀπαιτοῦνται ἰδιαίτερες συνθῆκες ἢ δυνατότητες, οὔτε ἄφθονος ὑλικὸς πλοῦτος, ὥστε κάποιος νὰ θελήσει νὰ βοηθήσει τὸν ἀδελφό του. Τὸ σημαντικὸ εἶναι μόνο τὸ περίσσευμα τῆς καρδίας μας. Αὐτὸ ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἀγαπήσουμε κατὰ πὼς θέλει ὁ Θεός. Τὰ ἔργα πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ καταφρονεμένους, τὰ ὁποῖα ἀπαριθμεῖ ὁ Χριστός, εἶναι πολὺ ἁπλὰ καὶ δὲν ἀπαιτοῦν παρὰ μόνο τὴν ἐξωτερίκευση τῆς ἀγάπης μας. Ἡ φτωχὴ χήρα ἐπαινέθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιὰ τὴ μεγάλη της καρδία, ποὺ ἐνῶ εἶχε ἡ ἴδια ἀνάγκη, ἐντούτοις προσέφερε ὅλο τὸ βιός της, δηλαδὴ τὸ δίλεπτο, γιὰ νὰ ἀνακουφίσει κάποιους ἄλλους.
Συνεπῶς, ἐφόσον ἀγωνιοῦμε γιὰ τὴ σωτηρία μας, πρέπει νὰ ἀναλογιστοῦμε καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν μας καὶ ἀνοίγοντας τὴν καρδία μας νὰ τοὺς συνδράμουμε καὶ νὰ τοὺς ἀνακουφίσουμε ἀπὸ τὴν πεῖνα, τὴ δίψα, τὴ γυμνότητα καὶ τὴ μοναξιά τους. Αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο ἐκ μέρους μας θὰ μᾶς προσφέρει ὡς ἔπαθλο τὸν Παράδεισο.