Ομιλία ΚΣΤ του Αγίου
Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις τον εκατόνταρχον.
Σε
όλο το Ευαγγέλιο του Χριστού βλέπει κανείς πόσο αφοσιωμένος ήταν σ’ Αυτόν ο
λαός. Διότι και όταν ομιλούσε τον άκουγαν σιωπηλοί, χωρίς να παρεμβαίνουν ούτε
να διακόπτουν τη συνέχεια του λόγου του, ούτε και προσπαθούσαν να εύρουν αφορμή
για να τον κατηγορήσουν όπως οι Φαρισαίοι. Αλλά και μετά τη διδασκαλία τον
ακολουθούσαν πάλι με θαυμασμό. Συ όμως πρόσεξε, παρακαλώ, τη σύνεση του Κυρίου,
πώς οικονομεί ποικιλοτρόπως την ωφέλεια των παρόντων, μεταβαίνοντας από τα
θαύματα στους λόγους. Και πάλι, ερχόμενος από τους λόγους της διδασκαλίας στα
θαύματα. Διότι και πριν ανεβεί στο όρος θεράπευσε πολλούς, προετοιμάζοντας το
έδαφος για όσα θα έλεγε, αλλά και μετά την ολοκλήρωση της μακράς αυτής επί του
όρους διδασκαλίας, πάλιν έρχεται σε θαύματα, επιβεβαιώνοντας τους λόγους με τα
έργα του. Και επειδή εδίδασκε ως έχων εξουσίαν, για να μη νομισθεί ο τρόπος της
διδασκαλίας του κομπασμός και αυθάδεια, κάνει το ίδιο και με τα έργα: θεραπεύει
ως εξουσίαν έχων, για να μη θορυβούνται βλέποντάς τον να διδάσκει με αυτόν τον
τρόπο, αφού με τον ίδιο τρόπο έκανε και τα θαύματα.
Όταν
λοιπόν κατέβη από το όρος, τότε προσήλθε ο λεπρός, ενώ ο εκατόνταρχος έπειτα
από λίγο, μόλις εισήλθε στην Καπερναούμ. Για ποιο λόγο όμως ούτε αυτός ούτε
εκείνος ανέβησαν στο όρος; Όχι από ραθυμία, διότι και των δύο η πίστις ήταν
θερμή, αλλά για να μη διακόψουν τη διδασκαλία. Όταν δε προσήλθε ο εκατόνταρχος,
λέγει: «ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος».
Μερικοί, λοιπόν, λέγουν ότι απολογούμενος ανέφερε την αιτία για την οποία δεν
τον έφερε μαζί του. Διότι δεν ήταν δυνατόν, λέγει, να τον μεταφέρει σηκωτόν,
ενώ ήταν παράλυτος και υπέφερε, ευρισκόμενος στις τελευταίες αναπνοές του. Για
το ότι ήταν ετοιμοθάνατος, λέγει ο Λουκάς ότι έμελλε τελευτάν. Εγώ όμως βλέπω
ότι αυτό είναι απόδειξη της μεγάλης του πίστεως, η οποία ήταν πολύ μεγαλυτέρα
από εκείνων που κατέβασαν τον άλλον παραλυτικό από τη στέγη. Διότι γνωρίζοντας
σαφώς ότι και μόνη η προσταγή του αρκεί για να εγερθεί ο κατάκοιτος, εθεώρησε
περιττό να τον μεταφέρει εκεί.
Τι
έκαμε λοιπόν ο Ιησούς; Αυτό που σε καμία προηγούμενη περίπτωση δεν είχε κάμει.
Ενώ δηλαδή παντού ακολουθούσε την προαίρεση αυτών που τον ικέτευαν, εδώ
σπεύδει, και δεν υπόσχεται μόνο να τον θεραπεύσει, αλλά και να μεταβεί στην
οικία. Και το πράττει αυτό για να μάθουμε την αρετή του εκατόνταρχου. Και τι
λέγει ο εκατόνταρχος; «Ουκ ειμί ικανός, ίνα μου υπό την
στέγην εισέλθεις». Ας ακούσουμε όσοι πρόκειται να υποδεχθούμε τον Χριστό. Διότι
είναι δυνατόν να τον υποδεχθούμε και τώρα. Ας ακούσουμε και ας παραδειγματισθούμε
από τον ζήλο του, και ας τον δεχθούμε με την ίδια πλούσια διάθεση. Διότι και
όταν υποδεχθείς πτωχό και πεινασμένο και γυμνό, Εκείνον υπεδέχθης και έθρεψες.
«Αλλά ειπέ λόγον μόνον και ιαθήσεται ο παις μου». Κοίτα ότι και αυτός, όπως
ακριβώς και ο λεπρός, έχει την αρμόζουσα γνώμη περί του Κυρίου. Διότι ούτε
εκείνος του είπε: «παρακάλεσε», ούτε «προσευχήσου» και «ικέτευσε», αλλά μόνον
«πρόσταξε».
Και
ο ευαγγελιστής συνεχίζει: «Στραφείς ο Ιησούς είπε τοις ακολουθούσιν Αυτόν: Ουδέ
εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Επομένως, το να έχει κάποιος μεγάλη
υπόληψη περί του Κυρίου, είναι η τρανωτέρα απόδειξις πίστεως, συγχρόνως δε αυτό
προσφέρει και τη Βασιλεία και τα άλλα αγαθά. Ο έπαινος άλλωστε δεν περιωρίσθη
μόνο στους λόγους, αλλά, ανταμείβοντας την πίστη του, του παρέδωσε τον ασθενή
θεραπευμένο. Ταυτόχρονα του πλέκει στέφανον λαμπρόν και του υπόσχεται μεγάλες
δωρεές λέγοντας: Πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακληθήσονται εις
τους κόλπους του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ: οι δε υιοί της Βασιλείας εκβληθήσονται
έξω». Έπειτα, για να μη νομίσει κάποιος ότι αυτά είναι λόγια κολακείας, αλλά να
γνωρίζουν όλοι ότι πράγματι αυτή ήταν η εσωτερική διάθεση του εκατόνταρχου,
λέγει: «Ύπαγε. Ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Και αμέσως επακολούθησε η θεραπεία,
η οποία επιβεβαίωσε την προαίρεσή του.
Επειδή
δε ο Λουκάς, όταν περιγράφει αυτό το θαύμα, αναφέρει και άλλα περισσότερα, τα
οποία δίδουν την εντύπωση ότι υπάρχει διαφωνία, είναι ανάγκη να σας διαλευκάνω
αυτό το ζήτημα. Τι λέγει λοιπόν ο Λουκάς; Ότι ο εκατόνταρχος απέστειλε
πρεσβυτέρους των Ιουδαίων προς αυτόν παρακαλώντας τον να πάει. Ενώ ο Ματθαίος
λέγει ότι πήγε ο ίδιος και έλεγε ότι δεν είναι άξιος. Μου φαίνεται ότι ο Λουκάς
θέλει να δείξει την κολακεία των
Ιουδαίων, διότι είναι εύλογο, όταν ο εκατόνταρχος ηθέλησε να μεταβεί ο ίδιος,
να εμποδίσθηκε από τους Ιουδαίους, οι οποίοι, θέλοντας να τον κολακεύσουν
του είπαν ότι θα πάμε εμείς να τον φέρουμε. Πρόσεξε λοιπόν ότι και η παράκλησή
τους είναι μεστή από κολακεία. «Αγαπά γαρ το έθνος ημών», λένε. «Και την
συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν». Ούτε γνωρίζουν πώς να επαινέσουν τον άνδρα. Διότι
έπρεπε να του πουν ότι ηθέλησε να έλθει ο ίδιος και να σε παρακαλέσει, αλλά τον
εμποδίσαμε εμείς, βλέποντας τη συμφορά του και το πτώμα να κείτεται ακίνητο,
και έτσι να παραστήσουν το μέγεθος της πίστεώς του. Δεν λέγουν όμως αυτό, διότι
δεν ήθελαν, εξ αιτίας του φθόνου, να αποκαλύψουν την πίστη του ανδρός. Αλλά
προτιμούσαν μάλλον να αποκρύψουν την αρετή του, πράγμα για το οποίο και ήλθαν
μόνοι τους να παρακαλέσουν, για να μη φανεί ότι εκείνος που παρακαλούσε ήταν
κάποιος σπουδαίος, παρά διακηρύσσοντας την πίστη εκείνου να επιτύχουν αυτό για
το οποίο είχαν έλθει. Διότι ο φθόνος είναι ικανός να σκοτίσει το νου. Αλλά ο
Κύριος, που γνωρίζει τα απόρρητα, διεκήρυξε την αρετή του παρά τη θέλησή τους.
Ότι
δε ο Ματθαίος λέγει ότι αυτό δεν του το εμήνυσε με τους φίλους του, αλλά
αυτοπροσώπως, αυτό δεν αλλάζει τίποτε. Διότι ο καθένας από τους Ευαγγελιστάς
παρουσίασε την προθυμία του ανδρός και το ότι είχε την πρέπουσα γνώμη για τον
Χριστό. Είναι δε φυσικό, αφού απέστειλε τους φίλους του, να επήγε και ο ίδιος
να του το πει. Εάν δε ο Λουκάς δεν το ανέφερε αυτό, αλλά ούτε ο Ματθαίος
εκείνο, δεν σημαίνει ότι διαφωνούν μεταξύ τους, αλλά ότι ο καθένας συμπληρώνει
ό,τι παραλείπει ο άλλος.
Πρόσεξε
δε πώς και με άλλον τρόπο ο Λουκάς διεκήρυξε την πίστη του εκατόνταρχου,
λέγοντας ότι ο δούλος του επρόκειτο να αποθάνει. Αλλά όμως ούτε αυτό τον
οδήγησε σε απόγνωση, ούτε τον έκανε να απελπισθεί. Εάν τώρα ο μεν Ματθαίος
λέγει ότι ο Χριστός είπε «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον»,
φανερώνοντας με τον τρόπο αυτό ότι ο άνθρωπος δεν ήταν Ισραηλίτης, ο δε Λουκάς,
ότι «ωκοδόμησε την συναγωγήν», ούτε αυτό είναι αντίφασις. Διότι είναι δυνατόν
και Ιουδαίος να μην είναι και να οικοδομήσει τη συναγωγή και το έθνος να αγαπά.
Συ όμως μην εξετάζεις μόνον τα λόγια του ανδρός, αλλά λάβε υπ’ όψιν σου και το
αξίωμά του, και τότε θα αντιληφθείς την αρετή του. Επειδή είναι μεγάλη η
αλαζονεία των αξιωματούχων και ούτε στις συμφορές ταπεινώνονται.
Είδες
πώς εξεπληρώθη το «ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν των ουρανών, και ταύτα πάντα
προστεθήσεται υμίν»; Επειδή επέδειξε πολλή πίστη και ταπεινοφροσύνη, και τον
ουρανό του έδωσε και την υγεία του προσέθεσε. Και δεν τον ετίμησε μόνον με
αυτό, αλλά και με το να δείξει ποιοι αποβάλλονται και εισάγεται αυτός. Από τώρα
ακόμη κάνει γνωστό σε όλους, ότι η σωτηρία θα προέλθει από την πίστη και όχι
από την τήρηση του νόμου. Γι’ αυτό ακριβώς η δωρεά αφορά όχι μόνον τους
Ιουδαίους, αλλά και τους εθνικούς, και μάλιστα εκείνους περισσότερον από
αυτούς. Διότι, λέγει, μη νομίσετε, βεβαίως, ότι αυτό συνέβη μόνο στην περίπτωση
του εκατόνταρχου, αλλά το ίδιο θα ισχύσει και για όλη την οικουμένη. Και το
έλεγε αυτό προφητεύοντας περί των εθνών και δίδοντάς τους καλές ελπίδες.
Πράγματι, μεταξύ αυτών που ακολουθούσαν υπήρχαν και εκείνοι που προέρχονταν από
την περιοχή της Γαλιλαίας, που εκατοικείτο από εθνικούς. Το έλεγε για να
προφυλάξει τους εθνικούς από την απόγνωση, αλλά και για να ταπεινώσει το
φρόνημα των Ιουδαίων.
Θαύμασε
όμως και την ταχύτητα. Αυτήν φανερώνει ο Ευαγγελιστής, όταν λέγει: «Και ιάθη ο
παις αυτού εν τη ώρα εκείνη». Ακριβώς όπως είπε και στην περίπτωση του λεπρού,
ότι «ευθέως εκαθαρίσθη». Διότι επεδείκνυε τη δύναμή του όχι μόνον με το να
θεραπεύει, αλλά και με το να κάμνει αυτό με τρόπον παράδοξο και μάλιστα
ακαριαίως. Και δεν ωφελούσε μόνον με αυτά, αλλά και με το ότι συνεχώς μαζί με
την επίδειξη των θαυμάτων συνεδύαζε και τους λόγους περί της Βασιλείας των
Ουρανών, και προσείλκυεν όλους προς αυτήν. Διότι και αυτούς ακόμη που απειλούσε
ότι θα τους εκβάλει από τη Βασιλεία, τους απειλούσε όχι για να τους εκβάλει,
αλλά για να τους προξενήσει φόβο με τους λόγους του, και έτσι να τους
προσελκύσει προς αυτήν. Εάν δε ούτε με αυτόν τον τρόπον ωφελούντο, η ενοχή θα
ήταν εξ ολοκλήρου ιδική τους, και όλων εκείνων που πάσχουν από την ίδιαν
ασθένεια. Και αυτό ημπορεί να το ιδεί κανείς όχι μόνον στους Ιουδαίους, αλλά
και στους πιστούς. Πράγματι, και ο Ιούδας υιός της Βασιλείας ήταν και άκουσε
μαζί με τους άλλους μαθητάς το επί «δώδεκα θρόνους καθιείσθε», αλλά έγινε υιός
της γεέννης. Ενώ ο Αιθίοψ, αν και ήταν άνθρωπος αλλοεθνής, από εκείνους που
κατάγονταν από Ανατολών και Δυσμών, θα απολαύσει τους στεφάνους μαζί με τον
Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Το ίδιο γίνεται τώρα και σε εμάς. Διότι
λέγει: «Πολλοί πρώτοι έσονται έσχατοι και πολλοί έσχατοι πρώτοι». Το λέγει αυτό
ώστε ούτε εκείνοι να ραθυμούν, σαν να μην ημπορούσαν να επανέλθουν, ούτε αυτοί
να παίρνουν θάρρος, σαν να ήταν αμετακίνητοι.
Ας
μην έχουμε λοιπόν εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, όσοι συμπεριλαμβανόμαστε μεταξύ
των πιστών. Διότι πολλοί, αν και ανέβησαν στην κορυφή του ουρανού και επέδειξαν
κάθε καρτερία και κατέλαβαν τις ερήμους και ούτε στο όνειρό τους δεν είδαν
γυναίκα, έδειξαν προς στιγμήν αμέλεια, νικήθηκαν και έπεσαν στο ίδιο το βάραθρο
της κακίας. Άλλοι πάλι από εκεί κάτω ανέβησαν στον ουρανό και μεταπήδησαν από
τη σκηνή και την ορχήστρα στην αγγελική πολιτεία.
Εμείς
όμως, έχοντας τόσα παραδείγματα από τις Γραφές και από όλη μας τη ζωή, ας
προσέχουμε πολύ και ας προσπαθούμε να μην πίπτουμε χαμηλά. Αλλά και αν κάποτε
πέσουμε, να μην παραμείνουμε στην κατάσταση της πτώσεως. Διότι αν ο δίκαιος
Δαβίδ, επειδή προς στιγμήν αμέλησε, δέχθηκε τέτοια τραύματα, και διέπραξε δύο
τόσο μεγάλα αμαρτήματα, τη μοιχεία και τον φόνο, τί θα πάθουμε εμείς που
καθημερινώς αμελούμε; Μη δεις ότι έπεσε και αποθαρρυνθείς, αλλά σκέψου τι
έπραξε στη συνέχεια. Πόσους θρήνους επέδειξε, πόση μετάνοια.
Ας
εξοπλίσουμε λοιπόν κι εμείς τους εαυτούς μας με έργα αγαθά, ώστε κι αν πέσουμε
σε κάποιο αμάρτημα, να το απαλύνουμε με αυτά. Και έτσι να καταξιωθούμε, αφού
ζήσουμε την παρούσα ζωή προς δόξαν Θεού, να απολαύσουμε τη μέλλουσα, την οποία
ας αξιωθούμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον
Οποίο ανήκει η δόξα και το Κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Από το βιβλίο Πατερικόν
Κυριακοδρόμιον, σελίς 163 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου,
Δημήτρης Δημουλάς.