Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ


ΚΡΙΣΗ ΤΩΡΙΝΗ 
ΚΑΙ «ΚΡΙΣΗ ΤΕΛΙΚΗ»

Πλησιάζοντας  στη Μ. Τεσσαρακοστή, ακούμε, κάθε χρόνο αυτές τις μέρες την ευαγγελική περικο­πή της τελικής κρίσης. Κάθε χρόνο, αυτή η Κυριακή, η Κυριακή των Απόκρεω έρχεται σαν δίστομο μαχαίρι να διαρρήξει στη καρδιά μας την αυταρέσκεια, την αυτοϊκανοποίηση, τη πεποίθηση πως είμαστε κατά κάποιο τρόπο εντάξει με τον εαυτό μας και βέβαια με το Θεό. Έρχεται να μας υπενθυμίσει τις εσφαλμένες σχέσεις μας και τη διακοπή της επικοινωνίας του ενός με τον άλλον. Μας λέει ότι έχουμε διαγράψει από την καρδιά μας το «εμείς» και στην κενή πλέον αυτή θέση εγκαταστήσαμε το «εγώ». 
Δεν υπάρ­χει άλλη ευαγγελική περικοπή πού να μπορεί να μας μεταδώσει ένα τόσο ζωτικής σημασίας μήνυ­μα: το ότι, δηλαδή, από κοινωνία προσώπων καταντήσαμε κοινωνία ατόμων, αν βέβαια μπορεί να χαρακτηριστεί σαν κοινωνία ο ατομοκεντρισμός και η απομόνωση. Δεν μπορούμε να συγκροτήσουμε κοινωνία, δεν μπορούμε πολύ περισσότερο να είμαστε χριστιανοί, κλεισμένοι στο καβούκι μας και αποκομμένοι απ’ το συνάνθρωπό μας που τόσο πολύ πονά.
Δεν μπορούμε να θεωρούμαστε άνθρωποι αν με σταυρωμένα τα χέρια, αποχαυνωμένοι κοιτάζουμε γύρω μας, χωρίς να κουνάμε ούτε το μικρό μας δαχτυλάκι για ένα καλύτερο κόσμο.
Ζούμε αδελφοί μου, εδώ και τρία χρόνια, σε περίοδο κρίσης.
Το ακούμε καθημερινά, το βλέπουμε, το αισθανόμαστε. Μιλάνε πρωταρχικά για κρίση οικονομική. Και τη ζούμε. Τη ζούμε εμείς εδώ στα χωριά, που έχουμε κάτι παραπάνω από τους ανθρώπους των μεγαλουπόλεων και με το ζόρι ανταποκρινόμαστε σε δικτατορικές αποφάσεις που πάντα ξεκινάνε με την προστακτική «δώσε». Τη ζούνε και αλλού στις πόλεις, οι άνεργοι, οι ξεσπιτωμένοι και οι κάθε λογής ανήμποροι. Τη ζούνε στο πετσί τους και τα ανελέητα χτυπήματα που δέχονται τους οδηγούν σε αυτοκτονίες, τους οδηγούν στο θάνατο και κανενός το αυτί δεν ιδρώνει.
Και η κρίση δεν έχει τέλος.
Κρίση που ρημάζει τη ζωή. Κρίση που δεν είναι μόνο σε αριθμούς, αλλά και σε θεσμούς και σε νόμους και σε ελευθερία, κρίση παντού.
Και ακούμε επικαιρότατα τη σημερινή περικοπή της Κυριακής της Μέλλουσας Κρίσης που ’ναι δίστομο μαχαίρι. Έρχεται να μας πει πως είναι αδύνατο να είμαστε όπως είμαστε, να μένουμε έτσι άπραγοι μπροστά στην αδικία, μπροστά στη στέρηση, μπροστά στο τσαλάκωμα της προσωπικότητας, μπροστά στη δουλεία, μπροστά στη κρίση.
Κάτι μας λέει πρέπει να κάνουμε. Κάπου πρέπει να ενεργοποιηθούμε.
Και ακούμε εδώ τον άγιο Ισαάκ το Σύρο να μας τα βροντοφωνάξει.
Τρέξε, βοήθησε όσο μπορείς, άπλωσε το χέρι σου, κούνα τα χείλη σου, δώσε αγάπη που λείπει απ’ τον κόσμο.
«.... Εάν θέλεις να δώσεις κάτι σε αυτόν που έχει ανάγκη, δώσε το με όμορφο πρόσωπο, και με λόγια καλά να παρηγορείς την θλίψη του· και αν πράξεις έτσι, νικάει η ομορφιά του προσώπου σου, αυτό που δίνεις, στην καρδία του, περισσότερο την ανάγκη του σώματος του· …
Την ημέρα που θα λυπηθείς για κάποιον άνθρωπο, ο οποίος ασθενεί ψυχικά ή σωματικά, εκείνη την ημέρα θεώρησε τον εαυτό σου μάρτυρα, και ότι έπαθες για τον Χριστό, και αξιώθηκες την ομολογία Του.
Καθότι και ο Χριστός για τους αμαρτωλούς πέθανε και όχι για τους δίκαιους…». 
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
Αυτά αναλύοντας ο ιεράς Χρυσόστομος μας διδάσκει:
«Εσύ που κάνεις ελεημοσύνη γνώριζε ότι τα δικό μου χέρι είναι τεντωμένο και υποδέχομαι τον οβολό σου».
Αν ντύσεις φτωχό, αισθάνομαι εγώ τη ζεστασιά.
Αν επισκεφθείς φυλακές και φυλακισμένους, μην παραξενευτείς, αν με δεις «δεσμοίς συγκαθήμενον».
Αν πάλι σε νοσοκομείο πας και ασθενείς παρηγορήσεις, «της κλίνης ουκ απολιμπάνομαι».
Αν βάλεις στα σπίτι σου άστεγο, δι᾿ αυτού «λαμβάνεις με εν τω οίκω σου».
Σ’ αυτή ακριβώς τη γραμμή μπορούμε να πούμε ότι κινείται  αδελφοί μου και ο  λόγος του Αποστόλου Παύλου στο σημερινό Αποστολικό ανάγνωσμα. Λόγος κοινωνικός, λόγος αγάπης και ενδιαφέροντος, καθώς τοποθετεί στο επίκεντρο της Χριστιανικής – κοινωνικής ζωής τις ανάγκες των αδελφών, παραμερίζοντας και καταπολεμώντας την ικανοποίηση του «εγώ», έστω κι αν οι απαιτήσεις του είναι φαινομενικά ή και πραγματικά αθώες.
Ο Παύλος απευθύνεται στους Κορινθίους και τους επισημαίνει ότι, παρά το γεγονός ότι στην νέα εν Χριστώ πραγματικότητα της Εκκλησίας δεν υπάρχουν περιορισμοί ως προς την βρώση του κρέατος, όπως συνέβαινε με τα κρέατα των θυσιασθέντων ζώων στον ειδωλολατρικό κόσμο, εντούτοις, πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν και ο κίνδυνος του σκανδαλισμού των νέων μελών της Εκκλησίας, στη θέα των Χριστιανών να καταλύουν τα πάντα, χωρίς περιορισμό, έστω κι αν αυτό ήταν επιτρεπτό. Ζητούσε δηλ. να μην αγνοείται η ασθενική πίστη κάποιων ανθρώπων, γιατί ο κίνδυνος του σκανδαλισμού ήταν μεγάλος. Γι’ αυτό ήταν προτιμότερος ο εκούσιος περιορισμός κάποιου δικαιώματος, μπροστά στον κίνδυνο να χαθούν ψυχές για τις οποίες θυσιάστηκε ο Χριστός.
 «Δεν είναι οι τροφές, τονίζει, πού θα καθορίσουν τη θέση μας απέναντι στο Θεό. Ούτε αν δε φάμε κάποια απ΄ αυτές χάνουμε κάτι, ούτε αν φάμε αποκτάμε κάτι παρα­πά­νω».
Τι είναι λοιπόν; Είναι η στάση που θα κρατήσουμε και σ’ αυτό το σημείο απέναντι στο διπλανό μας. Είναι η αφροσύνη ίσως με την οποία θα σταθο΄’υμε απέναντι στον αδελφό μας, είναι η αφορμή που θα του δώσουμε ακόμα για να κλονιστεί στην πίστη του.  Είναι λοιπόν τάση και θέση αγάπης. Γιατί αν δώσω αφορμές για σκάνδαλα και κουβέντες και μωράς συζητήσεις είναι κι αυτό στάση αφροσύνης και αδιαφορίας. Είναι τελικά έλλειψη αγάπης.
Δεν θα ζητηθεί λοιπόν, αδελφοί μου, λόγος για την πίστη μας, γιατί αυτή προϋποτίθεται. Θα ζητηθεί αν φανερώσαμε τη πίστη μας με τα έργα μας. Εάν κοιτάξαμε στο πρόσωπο το συνάνθρωπό μας και του τείναμε το χέρι μας. Αν ανοίξαμε την αγκαλιά μας για να τον χωρέσουμε  μέσα
Αδελφοί μου.
Σε καιρούς δύσκολους, σε καιρούς απογνώσεως, σε καιρούς αμφισβήτησης των πάντων και γενικής αλλοτρίωσης, όπως και οι καιροί μας, το μήνυμα της σημερινής Κυριακής ίσως είναι το μόνο απαιτούμενο. Παρ’ όλα αυτά ακόμα και τούτη την ώρα, την ώρα μηδέν αποφεύγουμε και να το σκεπτόμαστε μη τυχόν και μαυρίσουμε την καρδιά μας με τέτοιες άσκημες σκέψεις. Δεν θέλουμε ν’ ακούμε τέτοια πράγματα. Δεν έχουμε μάθει να σκύβουμε το κεφάλι και να παραδεχόμαστε τα σφάλματα μας. Το δίκαιο είναι πάντα με το μέρος μας και πάντα εμείς, δεν είμαστε «ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων».
Ας το βάλουμε όμως καλά στο μυαλό μας! Τη ζωή μας την κερδίζουμε όταν μάθουμε να χαμηλώνουμε το ανάστημα μας. Όταν τα μάτια μας χύσουν τα δάκρυα της αγάπης και της μετανοίας. Όταν βγούμε απ’ το «καβούκι μας», καταπατήσουμε την εγωπάθεια μας και πλησιάσουμε το συνάνθρωπο μας. Τον παράδεισο τον κερδίζουμε με την αγάπη.