17 Φεβρουαρίου, μνήμη και του Αγίου Νεομάρτυρος
Θεοδώρου του Βυζαντίου, πολιούχου Μυτιλήνης
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Βυζάντιος, ο πολιούχος της Μυτιλήνης, καταγόταν από το
Νεοχώρι, προάστιο της Κωνσταντινουπόλεως . Οι γονείς του , Χατζή Αναστάσιος και
Σμαραγδού, φρόντισαν να μάθει από μικρός τα ιερά γράμματα και την τέχνη του
ζωγράφου.
Μαζί με τον δάσκαλό του εργαζόταν στο παλάτι του σουλτάνου. Εκεί
συναναστρεφόμενος τους Τούρκους , από επιπολαιότητα , απατημένος από τον
μαλθακό και τρυφηλό τρόπο ζωής, τη δόξα που δίνει η εξουσία και κυρίως με την
παρακίνηση των Τούρκων, έγινε μουσουλμάνος . Έζησε τρία χρόνια μέσα στα
παλάτια, έχοντας την εκτίμηση και την ιδιαίτερη εύνοια των Τούρκων, με υλικές
απολαύσεις και με την προοπτική μιας σπουδαίας ανέλιξης στην κρατική διοίκηση.
Συνέβη όμως τότε επιδημία πανούκλας και ,βλέποντας τον θάνατο μπροστά του
κάθε μέρα , συναισθάνθηκε το κακό που έπαθε, έκλαψε πικρά , μετανόησε και
προσπαθούσε να βρει τρόπο να φύγει.
Μια νύκτα πήδηξε από κάποιο ψηλό κτήριο έξω, αλλά άκουσαν κάποιοι Τούρκοι
τον κτύπο, τον έπιασαν και τον γύρισαν πίσω. Μια άλλη μέρα παρεκάλεσε ένα
Χριστιανό, που πήγαινε συχνά στο παλάτι για δουλειές, να του φέρει μια αλλαξιά
ρούχα ναυτικά . Πράγματι του έφερε και κάποια μέρα, την ώρα του φαγητού,
κρύφτηκε και κάνοντας τον σταυρό του, άλλαξε τα ρούχα του τα πολυτελή με τα
γεμετζίδικα, μουτζούρωσε με κάρβουνα το πρόσωπό του, έδεσε στο κεφάλι του ένα
λερωμένο μαντήλι, πήρε μια στάμνα στον ώμο και κάνοντας πάλι τον σταυρό του, βγήκε
έξω, χωρίς να τον σταματήσει κανένας.
Πήγε στο σπίτι κάποιας θείας του, όπου έμεινε μερικές ημέρες και χρίσθηκε με
το Άγιο Μύρο.
Στη συνέχεια κατέφυγε στη Χίο με πολλούς κόπους, έξοδα και κινδύνους. Εκεί
έγινε δεκτός από τον Άγιο Μακάριο Νοταρά , πρώην Κορίνθου, ο οποίος ησύχαζε στη
Χίο. Κοντά του, με τη μελέτη πνευματικών βιβλίων, ιδιαιτέρως δε των μαρτυρίων
των Νεομαρτύρων, έφθασε σε τέλεια μετάνοια. Συνειδητοποίησε πόσο σοβαρή ήταν η
πτώση του, άρχισε τον πνευματικό αγώνα, εξομολογήθηκε λεπτομερώς και κοινώνησε.
Σιγά σιγά του δημιουργήθηκε ο πόθος για το μαρτύριο, ο οποίος μέρα με τη μέρα
αυξανόταν μέσα του, ώστε δεν μπορούσε να συγκρατηθεί.
Με την ευλογία του Αγίου Μακαρίου, αναχώρησε για την Μυτιλήνη, συνοδευόμενος
από τον αδελφό με τον οποίο αγωνιζόταν πνευματικά, για να παρουσιαστεί στον
δικαστή και να ομολογήσει τον Χριστό. Εκείνη τη νύκτα δοκίμασε ο ευλογημένος
Θεόδωρος, δεινούς λογισμούς ακαθαρσίας και βλασφημίας . Ο αδελφός τον βοηθούσε
στον σκληρό πνευματικό του αγώνα.
Όταν έφθασαν στη Μυτιλήνη, μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Έπειτα κάθισαν
να φάνε λίγη τροφή αλλά ο Μάρτυς δεν μπορούσε να φάει από τα πολλά δάκρυα που
έχυνε. Ύστερα ετοιμάστηκε να παρουσιαστεί στον δικαστή, έχοντας ντυθεί
τούρκικα. Με δάκρυα χωρίστηκε από τον πνευματικό του αδελφό, τον οποίο
παρακάλεσε να παρηγορήσει τους γονείς του.
Την πέμπτη ημέρα της πρώτης εβδομάδος της Σαρακοστής του 1795, παρουσιάστηκε
ο Μάρτυς στον δικαστή .
-Πριν από δέκα χρόνια , άρχισε να λέει ,σκοτίστηκε ο νους μου και με κάνατε
Τούρκο. Όμως τώρα συνήλθα , συνειδητοποίησα την πτώση μου, το κακό που έπαθα
και γι’ αυτό ήρθα να σου το πω και να σου δώσω πίσω την ψεύτικη και βρώμικη
θρησκεία που μου έδωσες και να ομολογήσω τη δική μου πίστη, την αληθινή και
αγία. Συγχρόνως έβγαλε το κάλυμμα της κεφαλής του, το πέταξε κάτω και το
καταπατούσε. Ομοίως και τα πράσινα ρούχα που φορούσε.
Όταν άκουσε και είδε ο δικαστής το θάρρος του αγίου έμεινε απορημένος. Όλοι
οι παριστάμενοι τον θεώρησαν τρελλό. Ο άγιος όμως συνέχισε :
-Δεν είμαι τρελλός. Είμαι Χριστιανός, αρνούμαι τη θρησκεία σας. Ό,τι έχεις
να μου κάνεις , κάνε το γρήγορα . Είμαι έτοιμος να υπομείνω όσα έχεις να μου
κάνεις , με τη δύναμη του Χριστού μου.
Οι παριστάμενοι τότε τον άρπαξαν και δέρνοντάς τον , σπρώχνοντάς τον και
κλωτσώντας τον , τον γκρέμισαν κάτω από τη σκάλα. Τον έκλεισαν στη φυλακή με τα
πόδια στο τιμωρητικό ξύλο και μια βαριά αλυσίδα στο λαιμό. Άφησαν δε τη φυλακή
ανοιχτή, ώστε όποιος ήθελε έμπαινε τον έδερνε ή του έκανε ό,τι άλλο βάσανο
νόμιζε. Την άλλη μέρα το μεσημέρι τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον οδήγησαν
πάλι στο δικαστή .
-Ήρθες στα συγκαλά σου ; τον ρωτούσαν στο δικαστήριο, αρχίζοντας τα ταξίματα
και τις κολακείες, με σκοπό τον εξισλαμισμό του .
-Αφήνετε εσείς την πίστη σας να γίνετε Χριστιανοί ;
-Όχι, του αποκρίθηκαν.
Πως λοιπόν εγώ να αφήσω την πίστη μου, τη λαμπρή και να έρθω στη δική σας τη
σκοτεινή. Γελάστηκα και έγινα Τούρκος, τώρα όμως ήρθα στον εαυτό μου και είμαι
Χριστιανός. Αποστρέφομαι την πίστη σας και τον προφήτη σας και όλους σας.
Με κλωτσιές τον έβγαλαν πάλι έξω, τον έκλεισαν στη φυλακή, την οποία άφησαν
πάλι ανοικτή, για να μπαίνει όποιος ήθελε να τον βασανίζει. Έτσι άρχισαν να τον
δέρνουν με ραβδιά πολλοί συγχρόνως και τον γύριζαν και από την άλλη μεριά του
σώματός του να τον δείρουν σα να ήταν ασκί. Ο άγιος τα υπέμενε όλα με πολλή
υπομονή , δε φώναζε, παρά μόνο έλεγε : Χριστιανός είμαι. Ύστερα του έσφιξαν
τόσο βίαια το κρανίο μ’ ένα σκοινί, ώστε πετάχτηκαν τα μάτια του και μ’ ένα
ξύλο του έσφιγγαν το στόμα του και του έβγαλαν αρκετά δόντια. Όταν βαρέθηκαν
πια οι βασανιστές και τον άφησαν, ήρθε και τον συνάντησε κάποιος Χριστιανός που
εργαζόταν στη φυλακή. Με τον Χριστιανό αυτόν ζήτησε από τον επίσκοπο τη Θεία
Κοινωνία και αυτός ο Χριστιανός του την έφερε.
Ήταν τότε κάποιος Γεώργιος από τη Θεσσαλονίκη ,ο οποίος διάβαζε για τους
μάρτυρες και επεδίωξε να κλειστεί στη φυλακή κοντά στον άγιο μάρτυρα Θεόδωρο. Ο
Χριστιανός αυτός πολύ τον ενίσχυσε με πνευματικούς λόγους , με την υπενθύμιση
των μαρτυρίων των παλαιών μαρτύρων.
Στο μεταξύ, μετά από φρικτά μαρτύρια, εκδόθηκε η καταδίκη του εις θάνατον.
Για τελευταία φορά τον ρώτησαν αν θα άλλαζε και πάλι την πίστη του, και μετά
την αρνητική του απάντηση, τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Φθάνοντας τον
έδειραν τόσο ανελέητα, που έμεινε κάτω μισοπεθαμένος. Τον σήκωσαν και τον
ρωτούσαν:
-Τι είσαι ;
Και ο άγιος τους απαντούσε :
-Χριστιανός είμαι, Θεόδωρος το όνομά μου και Χριστιανός πεθαίνω.
Μόλις τράβηξαν το σκοινί για να τον απαγχονίσουν, κόπηκε το σκοινί και ο
άγιος έπεσε κάτω, χτύπησε το γόνατό του κι έτρεχε πολύ αίμα. Τελικά τον
απαγχόνισαν. Ήταν 17 Φεβρουαρίου του 1795. Το άγιο λείψανό του έμεινε
κρεμασμένο τρεις ημέρες. Από το γόνατό του και τις τρεις ημέρες έσταζε αίμα.
Πήγαιναν οι Χριστιανοί, χωρίς να φοβούνται, έκοβαν κομμάτια από το πουκάμισό
του και το βουτούσαν στο τίμιο αίμα του. Πολλά θαύματα έγιναν με το αίμα αυτό
του αγίου.
Μετά τις τρεις ημέρες οι Χριστιανοί, με άδεια του δικαστή, έθαψαν με πολλές
τιμές το τίμιο λείψανο του αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Νέου στην εκκλησία
της Παναγιάς της Χρυσομαλλούσας .
Όταν του έκαναν ανακομιδή, βρέθηκε το Ιερό του λείψανό άφθορο. Σήμερα
ευρίσκεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Μυτιλήνης, τιμώμενο και προσκυνούμενο από
τους Χριστιανούς και θαυματουργεί.