Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Ο ΑΦΡΟΝΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΦΡΟΝΕΣ

Ήτανε ένα πλούσιος πού έτρωγε και έπινε και ποτέ δεν χόρταινε. Ένας πλούσιος που καθημερινά ντυνότανε λαμπρά και πανάκριβα χωρίς να νοιάζεται για κανέναν και για τίποτε πέρα από τον εαυτό του. Ένας πλούσιος που δεν καταδεχότανε ούτε καν να κοιτάξει το φτωχό και κατατρεγμένο Λάζαρο που αργοπέθαινε καθημερινά εκεί δίπλα του, έξω από το σπίτι του. Μα τη πάτησε αυτός ο άνθρωπος. Ήρθε η ώρα για να αφήσει πίσω του και πλούτη και παλάτια. Πως την πάτησε; Απ’ τα παλάτια σε τόπο οδύνης.

Τα είδαμε όλα αυτά σε προηγούμενη Κυριακή.

Άραγε ο μοναδικός;

Μα φυσικά όχι. Η ανθρώπινη ανοησία δεν τελειώνει ποτέ.

Σήμερα άλλος άμυαλος, άλλος ανόητος πλούσιος.

«Ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα• Και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου;»

Και βρήκε επιτέλους λύση ο άνθρωπος στο πρόβλημα του.

«Τούτο ποιήσω• καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου, Και ερώ τη ψυχή μου• ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά• αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου».

Βασανίστηκε, έστυψε το μυαλό του, νύχτες ολόκληρες έμεινε άγρυπνος. Και τώρα, μετά από τόσους υπολογισμούς, αναστεναγμός ανακούφισης. «Αυτό θα κάνω, θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω πολύ πιο μεγάλες. Θα συγκεντρώσω εκεί μέσα όλα τα αγαθά μου, και θα ζω ξένοιαστα και χαρούμενα. Θα έχω να τρώω και να πίνω. Δε θα με νοιάζει πλέον, ούτε και θα στεναχωριέμαι για τίποτα».

Άραγε βλέπουμε καμιά διαφορά και σε τούτον και στον άλλο πλούσιο;

Απολύτως καμιά.

Και ο ένας και ο άλλος λογάριαζαν χωρίς το «ξενοδόχο».

Έκαναν λάθος λογαριασμούς. Λογάριαζαν τα πλούτη τους, τα έβρισκαν αρκετά, πολύ αρκετά, και έμειναν με τη σιγουριά μιας μακάριας ζωής. Μιας ζωής χωρίς πόνο και δάκρυα, χωρίς απολύτως καμιά ενόχληση. Αλλά και χωρίς να νοιάζονται για κανέναν και για τίποτε. Για κανέναν μα κανέναν Λάζαρο.

Αλήθεια πόσο μεγάλη η ομοιότητα και στους δυο αρχοντάδες; Πόσο μεγάλη η ανοησία και των δυο;

Πόσο όμως έπεσε έξω στους υπολογισμούς του και τούτος; Πόσο άμυαλα και ασυλλόγιστα λογάριαζε.

Έρχεται η φωνή της αλήθειας. Της μόνης αλήθειας.

«Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου• α δ’• ητοίμασας τίνι έσται;»

Την ίδια στιγμή που πίστεψε πως βρήκε την λύση, όλα γκρεμίζονται! Η φωνή του Θεού, η αδυσώπητη φωνή της αλήθειας, τον προσγειώνει στην πραγματικότητα. «Άφρονα, άμυαλε, ανόητε τούτη τη νύκτα, απόψε, θα πεθάνεις. Αυτά που ετοίμασες τι θα τα κάνεις;»

Αδελφοί μου!

Ο άφρονας πλούσιος της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής, οι ανόητοι πλούσιοι και τούτης και της άλλης που ήδη μιλήσαμε, που τρώνε και πίνουν και ντύνονται και κανέναν δεν λογαριάζουν, είναι τύποι που δεν μας έλειψαν ποτέ. Είναι τύποι πολύ συνηθισμένοι και στα χρόνια μας! Είναι εκείνοι που περιορίζουν τα όνειρα και τις προσδοκίες τους, στο τι θα φάνε και στο τι θα πιούνε, στο πως θα εξαπατήσουμε τον άλλον και θα τον έχουνε στη δούλεψή τους κοψοχρονιά, στο πως θα κερδίσουν περισσότερα και θα πληρώσουν τα λιγότερα. Είναι τύποι που ούτε καν σκέπτονται πως τα χρόνια μας είναι λίγα, χωρίς να ενδιαφέρονται για τίποτε περισσότερο απ’ την καλοπέρασή τους.

Αδελφοί μου!

Για μια ακόμη φορά τα λόγια του Κυρίου μας σε πλήρη σύμπλευση με τη τωρινή πραγματικότητα. Και σήμερα η Ευαγγελική περικοπή υπογραμμίζει μια ακόμη παράμετρο της κατάστασης που βιώνουμε.

Άραγε είμαστε αμέτοχοι της κρίσης που ζούμε;

Τονίζουμε συνεχώς πως η κρίση είναι πρωτίστως πνευματική, είναι ηθική, είναι κρίση θεσμών, είναι κρίση πολιτισμού με φυσικό επακόλουθο βέβαια το οικονομικό κατρακύλισμα.

Αλήθεια σκεφτήκαμε άραγε ποτέ πως δε διαφέρουμε και πολύ απ’ τον ανόητο της περικοπής; Τις αποθήκες μας τις γκρεμίζαμε μέχρι πριν λίγο καθημερινά και φτιάχνουμε καινούριες. Κι μη μου πείτε πού είναι τα κτίσματά μας και οι καινούριες μας αποθήκες.

Έχουμε ξεχάσει άραγε το μεγάλο σφάλμα μας, το ασυγχώρητο σφάλμα μας, όταν ανίδεοι πέφταμε στα χέρια των τραπεζικών σειρήνων και χωρίς κανένα αντίκρισμα, παραλαμβάναμε καθημερινά κάρτες και δάνεια, για γιορτές και πανηγύρια, για διακοπές και ρούχα για καινούριες τηλεοράσεις και πλυντήρια, δάνεια επί των δανείων άσκεφτα για οτιδήποτε και αλόγιαστα για άσκοπα φαγοπότια.

Και τώρα; Τώρα σηκώνουμε τα χέρια μας. Δεν μπορούμε να πληρώσουμε. Δε μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα. Δε μπορούμε να ζήσουμε τούτη τη συμβιβασμένη ζωή, στερημένοι ίσως και πεινασμένοι.

Φταίμε γιατί πιστέψαμε στα τραγούδια των σειρήνων. Φταίμε γιατί δε βουλώσαμε τα αφτιά μας στα ψέματά τους. Φταίμε γιατί απλώσαμε τα πόδια μας πιότερο απ΄ το πάπλωμα μας. Φταίμε γιατί έτσι τους επιτρέψαμε να γίνουν οι οικονομικοί δικτάτορές μας.

Φταίμε αδελφοί μου γιατί αν και Χριστιανοί, αν και ακούμε συνεχώς για τους άφρονες πλουσίους, αφήνουμε τα λόγια τούτα να μπαίνουν απ’ τη μια και να βγαίνουν απ’ την άλλη.

Φταίμε γιατί ζούμε σαν να μην έχουμε Θεό, σαν άθεοι που λέμε «φάγωμεν και πίωμεν αύριον γαρ αποθνήσκομεν», σαν να είμαστε κυρίαρχοι της ζωής, σαν να μην υπάρχει τίποτε παραπέρα.

Αδελφοί μου να τελειώσουμε με ένα διάλογο με ένα γέροντα που με έχει εντυπωσιάσει και τον αναφέρω προσωπικά πολλές φορές.

«Ένας ασκητής συνομιλούσε με έναν νέο, ο οποίος αποκάλυπτε τα όνειρά του : – Σκέπτομαι να σπουδάσω Αρχιτέκτων.

Και ύστερα ; Του λέει ο Ασκητής.

– Ύστερα θα πάρω υποτροφία στο εξωτερικό.

Και ύστερα ;

– Θα ανοίξω ένα Αρχιτεκτονικό Γραφείο, θα παντρευτώ, θα δημιουργήσω οικογένεια θα είμαι πλούσιος!

Και ύστερα ; Ξαναρωτά ο Γέροντας.

– Θα γεράσω και όταν έλθει η ώρα θα πεθάνω!

Και ύστερα ; Επιμένει ο ερημίτης.

Ο νέος έσκυψε το κεφάλι!

Αλήθεια και ύστερα ;….

Το ίδιο ερώτημα του ερημίτη απευθύνεται προς όλους μας. Ας αφήσουμε ελεύθερη την φωνή της ψυχής μας να δώσει την απάντηση»!