Ισχυρή πρόκληση για μια
σωτήρια υπέρβαση προβάλλει ευαγγελική περικοπή, που ξεδιπλώνει
ενώπιόν μας μηνύματα ουράνιας αντοχής, ηΕυαγγελική περικοπή τησ Ι Κυριακής του Λουκά, της "Συγκυπτούσης".
Η συγκύπτουσα γυναίκα βίωνε το δικό της
μαρτύριο πριν να γνωρίσει τη λύτρωση που προσφέρει η αγάπη του Χριστού. Πριν να λυτρωθεί όμως η
ταλαίπωρη εκείνη γυναίκα έκανε το αποφασιστικό βήμα, το οποίο ζητεί πάντοτε από
μας ο Χριστός. Η κατάστασή της ήταν όντως τραγική. Την είχε κυριεύσει πονηρό
πνεύμα, σύμφωνα με την περιγραφή του ευαγγελιστή Λουκά. Την κρατούσε καθηλωμένη
για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια χωρίς να μπορεί να ορθώσει το κορμί της και ήταν
καταδικασμένη να βλέπει μόνο προς το έδαφος, αφού ήταν συγκύπτουσα.
Αλήθεια, πόσο μεγαλείο
ψυχής και δύναμη πνευματική χρειάζεται κάποιος κάτω από τέτοιες συνθήκες να
σέρνει το κορμί του, φοβερά ταλαιπωρημένο όπως ήταν και να παρευρίσκεται κάθε
Σάββατο στη Συναγωγή; Να συμμετέχει στη λατρεία και κυρίως να διατηρεί την
ελπίδα της.
Πολύ περισσότερο όμως,
προκαλεί σίγουρα θαυμασμό το γεγονός ότι σε καμιά περίπτωση η γυναίκα εκείνη
δεν διαμαρτυρόταν για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Αντίθετα, εκείνο
στο οποίο περιοριζόταν ήταν να επικαλείται τη βοήθεια του Θεού και να επιζητεί την
χάρη του. Άλλωστε και ο ίδιος ο Χριστός μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο ψυχής,
ονομάζει τη γυναίκα «θυγατέρα του Αβραάμ», δηλαδή παιδί του Θεού.
Πραγματικά πολλά θα
μπορούσε να μας διδάξει η στάση της συγκύπτουσας γυναίκας, η πίστη της οποίας
μπροστά στις φοβερές δοκιμασίες της ζωής την αναδεικνύει πρότυπο προς μίμηση. Ο
πόνος, οι θλίψεις, οι ασθένειες και οι όποιες δοκιμασίες μέσα στις αγκάλες της
αγάπης του Θεού μεταβάλλονται σε ευλογημένες γέφυρες σωτηρίας. Αυτό μας
διδάσκει και η σοφία των πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι πολύ εύστοχα
σημειώνουν ότι ο άνθρωπος με τις δοκιμασίες και τις θλίψεις φωτίζεται, γιατί ο
πόνος τον οδηγεί στην ταπείνωση, η οποία με τη σειρά της μας επαναφέρει στη
φυσική ψυχική μας κατάσταση. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας αναφέρει
χαρακτηριστικά: «Οι πνευματικά αδύνατοι ας γνωρίζουν ότι ο Θεός τους
επισκέπτεται, όταν παρουσιάζονται σωματικές ταλαιπωρίες και κίνδυνοι και
εξωτερικοί πειρασμοί. Ενώ οι τέλειοι ας Τον γνωρίζουν από την παρουσία του
Αγίου Πνεύματος και από την προσθήκη των χαρισμάτων».
Εν μέσω θλίψεων,
δοκιμασιών, αλλά και του μαρτυρίου, βάδισαν την οδό προς την τελείωση και
αναδείχθηκαν αιώνια πρότυπα ζωής οι άγιοι που λάμπουν στο ορθόδοξο χριστιανικό
στερέωμα της Εκκλησίας του Χριστού. Δύο μεγάλες μορφές από αυτούς τιμούμε και
σήμερα. Πρόκειται για την αγία Βαρβάρα τη Μεγαλομάρτυρα και τον Άγιο Ιωάννη το
Δαμασκηνό, την πραγματικά εξέχουσα πατερική αυτή μορφή.
Η αγία Βαρβάρα αποτελεί
κόσμημα του 3ου αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από την Ανατολή και μεγάλωσε
μέσα σε ειδωλολατρική οικογένεια. Ο πατέρας της πλούσιος, αλλά και φανατισμένος
ειδωλολάτρης. Η κόρη του καλοπροαίρετος άνθρωπος κατηχήθηκε στην πίστη του
Χριστού από μία ευσεβή γυναίκα. Μετά την βάπτισή της ζούσε, μέσα στον πύργο που
την είχε κλεισμένη επειδή ήταν πολύ όμορφη, με άσκηση και προσευχή. Οι
δυσκολίες ήσαν πάμπολλες, αλλά η αγία Βαρβάρα είχε μάθει να αναθέτει με
εμπιστοσύνη στον Θεό όλα τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Ο
πατέρας της δεν άργησε να μάθη ότι η κόρη του είναι Χριστιανή. Άρχισε να φτιάχνει
στο σπίτι του ένα λουτρό και διέταξε να ανοίξουν δύο παράθυρα. Η αγία είπε
στους τεχνίτες και άνοιξαν τρία παράθυρα. Στην απορία του πατέρα της απάντησε
ότι άνοιξε τρία παράθυρα, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος. Τότε, γεμάτος θυμό όρμησε εναντίον της με ξίφος και εκείνη κατέφυγε
στο δάσος. Την κυνήγησε, την συνέλαβε και την οδήγησε στον ειδωλολάτρη ηγεμόνα
που προσπάθησε, πρώτα με κολακείες και ύστερα με απάνθρωπα βασανιστήρια, να την
πείση να αρνηθή τον Χριστό. Επειδή όμως εκείνη έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην
πίστη, ο ηγεμόνας διέταξε να την αποκεφαλίσουν και ο πατέρας της γεμάτος μίσος
και τυφλό φανατισμό, την αποκεφάλισε με ίδιά του τα χέρια, για να λάβη έτσι η
μακαρία τον στέφανο του μαρτυρίου.
Πραγματικά,
τόσο με το άγιο παράδειγμα της αγίας Βαρβάρας όσο και με εκείνο της
συγκύπτουσας γυναίκας αποκαλύπτονται στη ζωή μας οι σωτήριες εκείνες δίοδοι διά
μέσου των οποίων ο άνθρωπος ακόμα και μέσω των πιο ζοφερών καταστάσεων και
δοκιμασιών αναδεικνύεται χαριτωμένη εικόνα του Θεού και ακτινοβολεί η παρουσία
του σε φωτεινούς ορίζοντες.
Αδελφοί μου!
Η αναφορά του ανθρώπου
στον Θεό και η ανάθεση σε Αυτόν, με ακλόνητη εμπιστοσύνη, των διαφόρων προβλημάτων
που τον απασχολούν, είναι ένας τρόπος ζωής που τον βοηθά να πορεύεται
ισορροπημένα στην ζωή του και να μην απελπίζεται, να μη τον “παίρνουν από
κάτω”, όπως συνήθως λέμε. Γιατί δεν είναι μικρό πράγμα να σε μισή ο ίδιος ο
πατέρας σου, να σε παραδίδει στα βασανιστήρια και τέλος να σού προξενή τον
θάνατο με τα ίδια του τα χέρια.
Μήπως δεν συμβαίνουν και
στις μέρες μας παρόμοια γεγονότα; Δηλαδή, το να θέλει κανείς να επιβάλει τις
απόψεις του στον άλλο, όταν αισθάνεται ότι έχει την δυνατότητα να το κάνη, είτε
με κολακείες και υποσχέσεις για καλύτερη ζωή, είτε με διαφόρους εκβιασμούς όταν
ο άλλος είναι σε μειονεκτική θέση. Πολλές φορές η φτώχεια και η εξαθλίωση
οδηγούν τους ανθρώπους στην απόφαση να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να
υποβληθούν στην δοκιμασία της αναζήτησης καλυτέρων και πιο ανθρώπινων συνθηκών
ζωής. Και τότε, δυστυχώς, λαμβάνουν χώρα αρκετά τραγικά γεγονότα, σε πολλά από
τα οποία είναι πρωταγωνιστές και κάποιοι γονείς.
Το
άλλο που παρατηρούμε.
Η πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία και η αποστασία του από τον Θεό, τον οδήγησε
στην δημιουργία υποκατάστατων του αληθινού Θεού. Στην ανακάλυψη διαφόρων θρησκειών,
οι οποίες ουσιαστικά λατρεύουν τα κτίσματα και ανύπαρκτους θεούς. Ο Χριστός
έγινε άνθρωπος για να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την τυραννία του διαβόλου και
των κτισμάτων. Η Ορθοδοξία δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, δεν είναι
ανακάλυψη του ανθρώπου και με αυτή την έννοια δεν είναι θρησκεία, αλλά
Εκκλησία. Δυστυχώς, γινόμαστε και σήμερα μάρτυρες άρρωστων εκδηλώσεων, όπως
είναι το μίσος και ο τυφλός φανατισμός, που πηγάζουν από τα διάφορα ανθρώπινα
κατασκευάσματα.
Αδελφοί μου!
Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος
να πιστεύη ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορούμε να τα ισοπεδώνουμε όλα. Η βίωση της
Ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής εξανθρωπίζει τον άνθρωπο και τον ανυψώνει σε
τέτοιο σημείο, ούτως ώστε να αγαπά, όχι μόνον τα σαρκικά του παιδιά που είναι
το αυτονόητο, ή τους φίλους και τους ομοϊδεάτες του, αλλά και τους εχθρούς του
και να σέβεται την διαφορετικότητά τους και την πίστη τους. Η προσωπική
κοινωνία με τον προσωπικό Θεό της Εκκλησίας γεννά την ακλόνητη εμπιστοσύνη στην
αγάπη Του, η οποία απαλλάσσει τον άνθρωπο από όλα τα συμπλέγματα και τα
αδιέξοδα και ανυψώνει την ανθρωπιά του.
Για τη διαμόρφωση του κειμένου τούτου πήραμε σαν πηγές κείμενα των
Πρωτ. π. Γεωργίου
Παπαβαρνάβα και Xριστάκη Ευσταθίου, Θεολόγου.