Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΜΑΣ





Τώρα είν’ Αγιά Σαρακουστή, π’ αγιάζουνε οι μέρες

Και λειτουργούν οι Εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες.



Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.



Καλό είν’ τ’ Άγιος ο Θεός, καλό είν’ κι ας το λένε,

όποιος το λέει σώζεται, όποιος το λέει αγιάζει,



κι όποιος το καλαφουγραστεί, παράδεισο θα λάβει,

παράδεισο και λίβανο, από τον Άγιο Τάφο.



Κάτω στα Ιεροσόλυμα, ένα δεντρί φυτρώνει,

Κορμός του ήταν ο Χριστός και ρίζα η Παναγία,

και τα ψηλά κλωνάρια του, οι δώδεκα Αποστόλοι.



Η Παναγιά καθότανε μόνη και μοναχή της,

την προσευχή της έκανε για τον Μονογενή της.



Ακού βροντές, ακού αστραπές και ταραχές μεγάλες,

βγαίνει στο παραθύρι της να δει τη γειτονιά της.



Βλέπει τον ουρανό θολό και τ’ άστρα βουρκωμένα,

και το φεγγάρι το λαμπρό, στο αίμα βουτηγμένο.



Βλέπει δεξιά, βλέπει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,

Βλέπει και δεξιότερα, βλέπει τον άγιο Γιάννη.



Βαστά και στο χεράκι του, μαντήλι ματωμένο,

και στ’ άλλο το χεράκι του, μαλλιά της κεφαλής του.



Τι έχεις Γιάννη κι έρχεσαι δαρμένος και κλαμένος,

βαστάς και στο χεράκι σου μαντήλι ματωμένο;

Βαστάς κι απ’ τ’ άλλο σου μαλλιά, μαλλιά της κεφαλής σου;



Δεν έχω στόμα να στο πω, στόμα να στο χαράξω,

Μήτ’ η καρδιά μου το βαστά, να σου τ’ ομολογήσω.



Το δάσκαλο μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι•

σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα φονιά τον πάνε.



Δέσανε στα χεράκια του, καντάρια αλυσίδες,

Βάλανε και στον ώμο του, το μύλο, το λιθάρι.



Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθει.

Στάμνες νερό τη ρίχνουνε, τρία γυαλιά του μόσχου.



Τέσσερα το ροδόσταμο ώσπου για να συνέλθει,

και πάλι σαν συνέφερε τούτο το λόγο λέει.



Όσοι αγαπάτε το Χριστό κι όσοι τον προσκυνάτε,

Ελάτε να ‘κλουθήσετε, να πάμε να τον βρούμε.



Ας έρθει η Μάρθα, η Μαριάμ κι η άλλη, η Λισάββα,

Ας έρθει κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα.

Κι ακλουθήσαν τ’ Παναγιά, να πάνε να τον βρούνε.



Έριξε τη τζουγκράνα της γινήκαν τα ρουμάνια,

έριξε και το χτένι της, χωρήσαν τα χωράφια,



Έριξε και το τάσι της γινήκαν τα πηγάδια,

κλάψανι τα ματέλια της, γινήκαν τα ζουμπούλια.



Παίρνουν τη στράτα το στρατί, στρατί του μουνουπάτι,

Και το στρατί τις έβγαλε μπρος σ’ ένα τσουμπανάκι.



Ώρα καλή σου τσόμπανε, καλώς την Παναγία,

Μην είδις τον ιγιόκα μου και τον μονογενή μου;



Εχθές τον κυνηγούσανε, οι άνομοι Εβραίοι,

Κι έκουψι μες τα πρόβατα κι εκείνα τον εκρύψαν.



Να έχουν την ευχούλα μου, εμού και του ιγιού μου!

Το ένα χίλια να γενεί, τα δυο σου, δυο χιλιάδες,

και τ’ άλλα τα υπόλοιπα, αμέτρητεςς χιλιάδες.



Αντίτι να παγαίνουμι, αντίτι να διαβούμε,

Ίσως κι τον προλάβουμε στο δρόμο να τον δούμε.



Παίρνουν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,

Και το στρατί τις έβγαλε μπρος άλλο τσουμπανάκι.



Ώρα καλή σου τσόμπανε, καλώς την Παναγία,

Μην είδις τον ιγιόκα μου και τον μονογενή μου;



Εχθές τον κυνηγούσανε οι άνομοι Εβραίοι,

Κι έκουψι μες τα γίδια μου κι εκείνα τον εδείξαν.



Ας έχουν την κατάρα μου, εμού και του ιγιού μου!

Το γάλα τους να ‘ναι νερό και το τυρί ασβέστης

Κι όπου κι αν παν κι όπου σταθούν καταραμένα να ‘ναι.



Αντίτι να παγαίνουμι, αντίτι να διαβούμε,

Ίσως και τον προλάβουμε στο δρόμο να τον δούμε.



Πήραν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,

Και το στρατί τις έβγαλε μπρος ένα μαστοράκι.





Ώρα καλή σου μάστορα, καλώς την Παναγία,

Μην είδις τον ιγιόκα μου και τον μονογενή μου;



Εχθές τον επαιρνούσανε, εβραίικα παλικάρια,

Και μένα παραγγείλανε να κάνω δυο περούνια.



Κι εγώ Μαριάμ παράκουσα κι έκαμα τα, πέντε.

Τι θα τα κάνουν μάστορα τα πέντε τα περούνια;



Εγώ Μαριάμ που τα ‘κανα, εγώ θα σ’ αρμηνέψω.

Τα δυο, στα δυο του γόνατα, τ’ άλλα, στα δυο του χέρια,



Το πέμπτο το φαρμακερό, μες τα καρά τζιγέρια,

να τρέξει αίμα και νερό από τα σωθικά του.



Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθει.

Στάμνες νερό τη ρίχνουνε, τρία γυαλιά του μόσχου.



Τέσσερα το ροδόσταμο ώσπου για να συνέλθει,

και πάλι σαν συνέφερε τούτο το λόγο λέει.



Βρ’ ατζίγκανι κι βρε χαρτσιά κι βρε καταραμένι!

Όπου κι αν πας κι όπου σταθείς, πουτές αχλιά μην κάψεις.



Πάντα λιρός, πάντα γυμνός κι πάντα ξισχισμέμνους,

Πουτέ λινό πουκάμιοσου, στη ράχη σου μη βάλεις,

Πουτέ στου ψουμουσάνιοδου, ψουμιά μην απουτάξεις.



Αντίτι να παγαίνουμι, αντίτι να διαβούμε,

Ίσως κι τον προλάβουμε στο δρόμο να τον δούμε.



Προυτού τουν βάλουν στου Σταυρό και μας τον εσταυρώσουν,

Προυτού τουν βάλουν στα καρφιά, και μας τον θανατώσουν.



Πήραν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,

Και το στρατί τις έβγαλε μπρος ένα τσεσμεδάκι.



Σκύψε Μαριάμ να πιεις νερό, νερό με το βαμβάκι,

Να βρέξεις τα χειλάκια σου που στάζει το φαρμάκι.



Αντίτι να παγαίνουμι, αντίτι να διαβούμε,

Ίσως κι τον προλάβουμε στο δρόμο να τον δούμε.



Παίρνουν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,

Και το στρατί τις έβγαλε μπρος του ληστή την πόρτα.



Βλέπει τις πόρτες σφαλιστές και τα κλειδιά παρμένα

Και τα μικρά παράθυρα, καλά μανταλωμένα.



Γονάτισε η Παναγιά, κάνει την προσευχή της.

Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου,

Και σεις μικρά παράθυρα, γυρίστε άνου κάτου.



Η πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της

Και τα μικρά παράθυρα γύρισαν άνου κάτου.



Μπαίνει η Παναγιά μπροστά, πίσω ο κόσμος όλος,

κι από το πλήθος το πολύ κι από την Εβραιωσύνη,

κανέναν δεν εγνώρισε, κανέναν δεν γνωρίζει.



Βλέπει δεξιά, βλέπει ζερβά, βλέπει τον Άγιο Γιάννη.

Άγιε μου Γιάννη σύντεκνε, μεγάλο τ’ όνομα σου,



Μεγάλη και η χάρη σου και το προσκύνημα σου.

Μην ίδες τον ιγιόκα μου και σε το βάφτισμα σου;



Συ γέννησες κι ανέθρεψες και δεν τον εγνωρίζεις

κι εγώ που τον εβάπτισα πώς να τον εγνωρίζω;



Βλέπεις εκείνο τον γυμνό και τον αναμαλλιάρη,

Οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;

Εκείνος είν’ ο γιόκα σου κι εμέ το βάφτισμα μου.





Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε κι ελιγώθει

Και σαν της ήρθε ο λογισμός, τούτο το λόγο λέγει.



Σταυρέ, για γύρε χαμηλά, γύρε για να σε φτάσω,

Να σε φιλώ ω γιόκα μου, ώσπου να σε χορτάσω.



Γιε μου, για γύρε χαμηλά, γιε μου, για γύρε εμπρός μου,

Να βγάλω τη μποστοπουδιά, το αίμα να σκουπίσω.



Τα δυο χεράκια σου να δω, γιε μου τα τρυπημένα,

Και να φιλώ τα πόδια σου, τα καταματουμένα.



Γιε μου εγώ σε γέννησα, σπλάχνο μου πονεμένο,

Γιε μου εγώ σε θήλασα, το αίμα της καρδιάς μου.



Γλυκό μου στόμα δε μιλάς, χείλη μου στεγνωμένα,

Καρδούλα μου, για δε χτυπάς; Λυπήσου με και μένα.



Άνοιξε τα ματάκια σου, γιόκα μου τα κλεισμένα,

Και κοίτα κάτω απ’ το Σταυρό και μίλα μου κι εμένα.



--Σώπα μανούλα μου μην κλαις και βαριαναστενάζεις!

--Πούναι γκρεμός να γκρεμιστώ, φωτιά να πέσω απάνω,

Που είναι λίμνη να πνιγώ, θάνατος να πεθάνω.



--Μάναμ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιέται ο κόσμος όλος,

Μάνα αν πέσεις στο νερό πνίγετ’ ο κόσμος όλος,

Μάναμ’ αν πέσεις στη φωτιά καίγετ’ ο κόσμος όλος.



Γκριμιόντι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,

Γκριμιόντι κ’ οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.

Γκριμιόντι κ’ οι κακόπαντρες για τους κακούς τους άντρες.





Άϊντε μάναμ’ στο σπίτι μας και διάφορο μην έχεις,

Και το Μεγάλο Σάββατο περίμενε με να ‘ρθω.



Σαν κράξουνε οι πετεινοί, σημἀνουν οι καμπάνες,

Τότε και συ μανούλα μου να ‘χεις χαρές μεγάλες,

Απάντεχε με μάνα μου με τις χρυσές λαμπάδες.



Άιντε μάναμ΄ στο σπίτι μας, στον πύργο περιβόλι,



Βάλε κρασί στην κούπα μας κι αφράτο παξιμάδι,

Να κάνεις την παρηγοριά, να βρει ο κόσμος όλος.



Πέρασε κι η Αγιά Καλή κι αυτό το λόγο λέγει.



Ποιος είδε γιο στο μακελειό και μάνα στις ταβέρνες,



Ως μ’ έκαψες Αγιά Καλή, πάντα καμένη να ‘σαι

Και σ’ ένα βαθυλάγγαδο εκεί να πας να κάτσεις,

Ποτέ λιβάνι και κερί μπροστά σου μην ανάψεις.



Καλό είν’ τα’ Άγιος ο Θεός καλό είν’ κι ας το λένε,

Όποιος το λέει σώζεται, όποιος τι λέει αγιάζει,



κι όποιος το καλαφουγραστεί, παράδεισο θα λάβει,

Παράδεισο και λίβανο, από τον Άγιο Τάφο.